Отстаивать на греческом языке
Перевод: отстаивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отстаивать
отстаивать точку зрения перевод, отстаивать воду для питья, отстаивать свою точку зрения, отстаивать воду для цветов, отстаивать синонимы, отстаивать словарь иностранных слов греческий, отстаивать на греческом языке
Переводы
- отставной на греческом языке - συνταξιούχος, συνταξιούχων, συνταξιούχους, αποσύρθηκε, συνταξιούχοι
- отстает на греческом языке - υστερήσεων, χρονικές υστερήσεις, υστερήσεις, ΟΤΔ, χρονική υστέρηση
- отстаиваться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- отсталость на греческом языке - οπισθοδρομικότητα, καθυστέρηση, καθυστέρησης, υστέρησης, οπισθοδρόμηση
Случайные слова
Отстаивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Переводы: υπερασπίζω, αμύνομαι, αποκρούω, υποστηρικτής, μάχομαι, προστατεύω, συνηγορώ, διατηρώ, διασώζω, υπερασπιστής, διατείνομαι, αποταμιεύω, εκτός, διεκδικώ, υποστηρίζω, καταπολεμώ, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση