Отстоять на греческом языке
Перевод: отстоять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отстоять
отстоять синоним, отстоять в очереди, отстоять службу в церкви, отстоять свою точку зрения, отстоять от, отстоять словарь иностранных слов греческий, отстоять на греческом языке
Переводы
- отстой на греческом языке - ίζημα, βόρβορος, υπόλοιπο, ιλύς, κατακάθι, επαναθέτω, κρέμα, ...
- отстойник на греческом языке - λοιπόν, πηγάδι, αναβλύζω, καλά, άποικος, οικιστή, εποίκων, ...
- отстояться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- отстоящий на греческом языке - απομακρυσμένος, απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, διαστήματα, απόσταση μεταξύ τους, απέχοντα, ...
Случайные слова
Отстоять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Переводы: αποκρούω, διατείνομαι, εκτός, διατηρώ, διασώζω, αποταμιεύω, υποστηρίζω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση