Первенствующий на греческом языке
Перевод: первенствующий, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, καρδινάλιος, στρατηγός, γενικός, κυριότερος, σημαντικός, πρώτος, πρωταρχικός, διαπρεπής, εξέχουσα, διαπρεπή, εξέχουσας, εξέχοντα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: первенствующий
первенствующий ударение, первенствующий синоним, первенствующий словарь иностранных слов греческий, первенствующий на греческом языке
Переводы
- первенство на греческом языке - υπεροχή, πρωτεία, ανωτερότητα, προτεραιότητα, πρωτάθλημα, πρωταθλήματος, Championship, ...
- первенствовать на греческом языке - ιθύνω, αποφασίζω, παίρνω, βασιλεύω, κανόνας, excel, το Excel, ...
- первичный на греческом языке - ύστατος, στοιχειώδης, έσχατος, πρωτόγονος, απώτατος, πρωτότυπος, πρωταρχικός, ...
- первобытность на греческом языке - πρωτοτυπία, πρωτόγονη κατάσταση, πρωτόγονο
Случайные слова
Первенствующий на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, καρδινάλιος, στρατηγός, γενικός, κυριότερος, σημαντικός, πρώτος, πρωταρχικός, διαπρεπής, εξέχουσα, διαπρεπή, εξέχουσας, εξέχοντα
Переводы: κύριος, ηγετικός, ταγματάρχης, πρωτεύουσα, καρδινάλιος, στρατηγός, γενικός, κυριότερος, σημαντικός, πρώτος, πρωταρχικός, διαπρεπής, εξέχουσα, διαπρεπή, εξέχουσας, εξέχοντα