Перевоплощать на греческом языке
Перевод: перевоплощать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διατυπώνω, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, μετεμψυχώ, μετενσαρκωθείτε, reincarnate, μετενσαρκώνονται, μετενσαρκωθούν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: перевоплощать
перевоплощать словарь иностранных слов греческий, перевоплощать на греческом языке
Переводы
- перевооружение на греческом языке - επανοπλισμός, επανεξοπλισμούς, επανεξοπλισμό, επανεξοπλισμού, επανεξοπλισμός
- перевоплотить на греческом языке - μετεμψυχώ, μετενσαρκωθείτε, reincarnate, μετενσαρκώνονται, μετενσαρκωθούν
- перевоплощение на греческом языке - μετενσάρκωση, μετενσάρκωσης, τη μετενσάρκωση, της μετενσάρκωσης, ενσάρκωση
- переворот на греческом языке - πραξικόπημα, πραξικοπήματος, χτύπημα, πραξικόπημα του, το πραξικόπημα
Случайные слова
Перевоплощать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διατυπώνω, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, μετεμψυχώ, μετενσαρκωθείτε, reincarnate, μετενσαρκώνονται, μετενσαρκωθούν
Переводы: διατυπώνω, ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, μετεμψυχώ, μετενσαρκωθείτε, reincarnate, μετενσαρκώνονται, μετενσαρκωθούν