Перегревать на греческом языке

Перевод: перегревать, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αρμόζω, υπερθερμαίνομαι, γίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Перегревать на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: перегревать

перегревать словарь иностранных слов греческий, перегревать на греческом языке

Переводы

  • перегородка на греческом языке - μεραρχία, φραγμός, διχασμός, φράγμα, εμπόδιο, μπάρα, διαίρεση, ...
  • перегрев на греческом языке - υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθέρμανσης, την υπερθέρμανση, η υπερθέρμανση, της υπερθέρμανσης
  • перегреваться на греческом языке - υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
  • перегреться на греческом языке - υπερθερμαίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν
Случайные слова
Перегревать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αρμόζω, υπερθερμαίνομαι, γίνομαι, υπερθέρμανση, υπερθερμανθεί, να υπερθερμανθεί, υπερθερμανθούν, να υπερθερμανθούν