Передовой на греческом языке
Перевод: передовой, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πρώτος, καινοτόμος, μπροστινός, εμπρός, μπρος, ηγετικός, νεωτεριστικός, προοδευτικός, κορυφαίος, προχωρημένος, αιχμή του δόρατος, αιχμή, κόψη, αιχμής, κοπτική ακμή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: передовой
передовой педагогический опыт, передовой отряд, передовой сторожевой пост, передовой хребет, передовой прогиб, передовой словарь иностранных слов греческий, передовой на греческом языке
Переводы
- передоверять на греческом языке - μεταβίβαση, μετατάσσω, μεταγράφω, μετάθεση, υπεργολαβία, υπεργολαβίας, σύμβαση υπεργολαβίας, ...
- передовица на греческом языке - κολόνα, στήλη, σύνταξης, συντακτική, συντακτικής, συντακτικές, συντακτικό
- передозировка на греческом языке - υπερβολική δόση, υπερδοσολογίας, υπερδοσολογία, υπερβολικής δόσης, την υπερδοσολογία
- передок на греческом языке - πρόσοψη, εμπρός, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό
Случайные слова
Передовой на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πρώτος, καινοτόμος, μπροστινός, εμπρός, μπρος, ηγετικός, νεωτεριστικός, προοδευτικός, κορυφαίος, προχωρημένος, αιχμή του δόρατος, αιχμή, κόψη, αιχμής, κοπτική ακμή
Переводы: πρώτος, καινοτόμος, μπροστινός, εμπρός, μπρος, ηγετικός, νεωτεριστικός, προοδευτικός, κορυφαίος, προχωρημένος, αιχμή του δόρατος, αιχμή, κόψη, αιχμής, κοπτική ακμή