Перекочевывать на греческом языке
Перевод: перекочевывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τριγυρίζω, μεταναστεύω, σαλεύω, κινώ, περιφέρομαι, αποδημώ, μετακομίζω, κίνηση, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μετεγκατάσταση, μεταναστεύει, μεταναστεύσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: перекочевывать
перекочевывать словарь иностранных слов греческий, перекочевывать на греческом языке
Переводы
- перекос на греческом языке - αποστατώ, κράμπα, ελάττωμα, σύσπαση, φτιάξιμο, λάθος, διαστρεβλώνω, ...
- перекоситься на греческом языке - διαστρεβλώνω, να παραμορφωθεί, διαστρεβλωθεί, παραμορφώνονται
- перекошенный на греческом языке - στραβά, ειρωνικός, στραβός, ειρωνικό, στριμμένη, πικρόχολη, wry
- перекраивать на греческом языке - αναμάσημα, rehash, διασκευή, την εντολή rehash, εντολή rehash
Случайные слова
Перекочевывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τριγυρίζω, μεταναστεύω, σαλεύω, κινώ, περιφέρομαι, αποδημώ, μετακομίζω, κίνηση, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μετεγκατάσταση, μεταναστεύει, μεταναστεύσει
Переводы: τριγυρίζω, μεταναστεύω, σαλεύω, κινώ, περιφέρομαι, αποδημώ, μετακομίζω, κίνηση, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μετεγκατάσταση, μεταναστεύει, μεταναστεύσει