Переполнять на греческом языке
Перевод: переполнять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πνίγω, μουσκεύω, κοκκινίζω, λαγκάδι, συντρίβω, φαράγγι, γεμίζω, υπερπληρώ, επιβαρύνετε, overcrowd, υπερφορτώσουμε, υπερφορτώσουμε αυτό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: переполнять
переполнять перевод, переполнять чашу, переполнять синоним, переполнять словарь иностранных слов греческий, переполнять на греческом языке
Переводы
- переполнить на греческом языке - συσκευάζω, τράπουλα, κατακλύζω, πακέτο, ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχείλιση, ...
- переполниться на греческом языке - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχείλιση, υπερχειλίσεως, ...
- переполняться на греческом языке - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχείλιση, υπερχειλίσεως, ...
- переполох на греческом языке - ανησυχία, κινώ, τρομάζω, πανικοβάλλω, παραζάλη, πανικός, αναταραχή, ...
Случайные слова
Переполнять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πνίγω, μουσκεύω, κοκκινίζω, λαγκάδι, συντρίβω, φαράγγι, γεμίζω, υπερπληρώ, επιβαρύνετε, overcrowd, υπερφορτώσουμε, υπερφορτώσουμε αυτό
Переводы: πνίγω, μουσκεύω, κοκκινίζω, λαγκάδι, συντρίβω, φαράγγι, γεμίζω, υπερπληρώ, επιβαρύνετε, overcrowd, υπερφορτώσουμε, υπερφορτώσουμε αυτό