Перерваться на греческом языке
Перевод: перерваться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπεί, διακόπτεται, διακόπηκε, διακόπτονται, διέκοψε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: перерваться
перерваться словарь иностранных слов греческий, перерваться на греческом языке
Переводы
- перерасход на греческом языке - υπέρβαση, Η υπέρβαση, υπέρβαση του, υπέρβασης, υπερβεί
- перервать на греческом языке - σπάζω, διακόπτω, διάλειμμα, διάλλειμα, καταστρέφω, αντεπίθεση, perervat
- перерешать на греческом языке - αποφασίζω, παραλλαγή, λύνω, παραλλάζω, αλλάζω, μετατροπή, ανακρούω, ...
- перерешить на греческом языке - μετατρέπω, μετατροπή, τροποποιώ, παραλλαγή, παραποιώ, αλλάζω, παραλλάζω, ...
Случайные слова
Перерваться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπεί, διακόπτεται, διακόπηκε, διακόπτονται, διέκοψε
Переводы: σπάζω, αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, διακοπεί, διακόπτεται, διακόπηκε, διακόπτονται, διέκοψε