Переутомляться на греческом языке
Перевод: переутомляться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εξογκώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: переутомляться
как не переутомляться, переутомляться словарь иностранных слов греческий, переутомляться на греческом языке
Переводы
- переутомленный на греческом языке - υπερεξηντλημένος, παρακουρασμένος, παραδουλευμένος, εξημμένο, εκνευρισμένη
- переутомлять на греческом языке - εξογκώνω, τεντώνω, ζόρι, διηθώ, ατροφία, κόπωση, στραμπουλίζω, ...
- переучет на греческом языке - αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης
- переучитывать на греческом языке - παίρνω, αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης
Случайные слова
Переутомляться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εξογκώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Переводы: εξογκώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση