Переучитывать на греческом языке
Перевод: переучитывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παίρνω, αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: переучитывать
переучитывать словарь иностранных слов греческий, переучитывать на греческом языке
Переводы
- переутомляться на греческом языке - εξογκώνω, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
- переучет на греческом языке - αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης
- переучёт на греческом языке - απογραφή, απολογισμός, απολογισμού, απολογισμό, απολογισμός της
- перефразировать на греческом языке - εκφράζω εκ νέου, αναδιατυπώσει, αναδιατυπωθεί, να αναδιατυπώσει, αναδιατυπώσω
Случайные слова
Переучитывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παίρνω, αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης
Переводы: παίρνω, αναπροεξόφληση, αναπροεξοφλήσεως, αναπροεξοφλητικό, τόκος, αναπροεξόφλησης