Планомерный на греческом языке
Перевод: планомерный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
τακτικός, ομαλός, συστηματικός, συστηματική, συστηματικής, συστηματικό, συστηματικές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: планомерный
планомерный это, планомерный вики, что такое планомерный, планомерный развал россии, планомерный человек, планомерный словарь иностранных слов греческий, планомерный на греческом языке
Переводы
- плановый на греческом языке - προγραμματιστεί, προγραμματισμένες, προγραμματίζονται, προγραμματίζεται, προγραμματισμένη
- планомерность на греческом языке - τακτικότητα, ισόρροπη ανάπτυξη, ισορροπημένη ανάπτυξη, ισόρροπης ανάπτυξης, ισορροπημένης ανάπτυξης, την ισόρροπη ανάπτυξη
- плантатор на греческом языке - φυτεία, κτηματίας, καλλιεργητής, καλλιεργητών, φυτευτής, φυτεύματος
- плантация на греческом языке - μάντρα, φυτεία, στυλό, φυτείας, φυτειών, φύτευσης, φυτείες
Случайные слова
Планомерный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: τακτικός, ομαλός, συστηματικός, συστηματική, συστηματικής, συστηματικό, συστηματικές
Переводы: τακτικός, ομαλός, συστηματικός, συστηματική, συστηματικής, συστηματικό, συστηματικές