Повелеть на греческом языке
Перевод: повелеть, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, προστάζω, διατάζω, προσταγή, στην εντολή, από την άριστη γνώση, την άριστη γνώση, με τις εντολές, με το command
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: повелеть
повелеть это, повелеть значение, повелеть спряжение, повелеть словарь иностранных слов греческий, повелеть на греческом языке
Переводы
- повелевать на греческом языке - κανόνας, αποφασίζω, ιθύνω, βασιλεύω, προστάζω, προσταγή, διατάζω, ...
- повеление на греческом языке - διατάζω, εντολή, προστάζω, προσταγή, υπαγορεύω, η εντολή, την εντολή, ...
- повелитель на греческом языке - θήκη, άρχοντας, διαιτητής, αυτεξούσιος, ρίγα, ηγεμόνας, αφέντης, ...
- повелительница на греческом языке - ηγεμόνας, κυρία, κυρίαρχος, αυτεξούσιος, ερωμένη, την ερωμένη, κυρά, ...
Случайные слова
Повелеть на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, προστάζω, διατάζω, προσταγή, στην εντολή, από την άριστη γνώση, την άριστη γνώση, με τις εντολές, με το command
Переводы: παραγγελία, εντολή, παραγγέλλω, προστάζω, διατάζω, προσταγή, στην εντολή, από την άριστη γνώση, την άριστη γνώση, με τις εντολές, με το command