Повлечь на греческом языке
Перевод: повлечь, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: повлечь
повлечь причастие, повлечь синоним, повлечь перевод, повлечь за собой перевод на украинский, повлечь викисловарь, повлечь словарь иностранных слов греческий, повлечь на греческом языке
Переводы
- повисать на греческом языке - απαγχονίζω, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
- повиснуть на греческом языке - λάβαρο, απαγχονίζω, μπαϊράκι, σημαία, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, ...
- повлиять на греческом языке - επενεργώ, επιρροή, επενέργεια, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, ...
- повод на греческом языке - πέφτω, προσαράσσω, αιτιολογία, σκοπός, προκαλώ, πάταγος, φάντασμα, ...
Случайные слова
Повлечь на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Переводы: σκοπός, μπλέκω, φέρνω, περιλαμβάνω, προκαλώ, εμπλέκω, αιτία, εμπλέκομαι, συνεπάγομαι, προξενώ, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος