Поглощать на греческом языке
Перевод: поглощать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταναλώνω, παφλάζω, συγχωνεύω, τυλίγω, εξομοιώνω, τρώω, πλαταγίζω, γόνατα, κυριαρχώ, καταπίνω, καταποντίζω, χελιδόνι, καταβροχθίζω, συγχωνεύομαι, παγίδα, απασχολώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: поглощать
поглощать синоним, поглощать википедия, поглощать перевод, поглощать проверочное слово, поглощать как проверить, поглощать словарь иностранных слов греческий, поглощать на греческом языке
Переводы
- поглотить на греческом языке - απορροφώ, καταπίνω, χελιδόνι, καταβροχθίζω, να απορροφήσει, να απορροφά, να απορροφήσουν, ...
- поглощаемость на греческом языке - απορροφητικότητα, απορροφητικότητας, την απορροφητικότητα, απορροφησιμότητα, απορροφητικότητα του
- поглощающий на греческом языке - απορροφητικός, απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφά, την απορρόφηση, απορροφούν
- поглощение на греческом языке - απορρόφηση, απορρόφησης, απορροφήσεως, την απορρόφηση, η απορρόφηση
Случайные слова
Поглощать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταναλώνω, παφλάζω, συγχωνεύω, τυλίγω, εξομοιώνω, τρώω, πλαταγίζω, γόνατα, κυριαρχώ, καταπίνω, καταποντίζω, χελιδόνι, καταβροχθίζω, συγχωνεύομαι, παγίδα, απασχολώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
Переводы: καταναλώνω, παφλάζω, συγχωνεύω, τυλίγω, εξομοιώνω, τρώω, πλαταγίζω, γόνατα, κυριαρχώ, καταπίνω, καταποντίζω, χελιδόνι, καταβροχθίζω, συγχωνεύομαι, παγίδα, απασχολώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει