Подавлять на греческом языке
Перевод: подавлять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ουίσκι, κατανικώ, αποπνιχτικός, σβήνω, καταστέλλω, κοντά, καταβάλλω, πνίγω, παρεμποδίζω, πνιγηρός, αποκρύπτω, συντρίβω, κολλητός, στραγγαλίζω, κατακτώ, σκοτσέζος, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подавлять
подавлять любовь, подавлять проверочное слово, подавлять и возбуждать et cetera, подавлять и возбуждать калягин, подавлять в себе долг, подавлять словарь иностранных слов греческий, подавлять на греческом языке
Переводы
- подавленность на греческом языке - κατάθλιψη, καταδυνάστευση, ύφεση, καταπίεση, κατήφεια, καταπίεσης, την καταπίεση, ...
- подавленный на греческом языке - κατήφεια, μπλε, χαμηλός, μελαγχολικός, κατάθλιψη, ύφεση, καταθλιπτική, ...
- подавляющий на греческом языке - καταπιεστικός, συντριπτική, συντριπτικό, συντριπτικής, συντριπτικά, εντυπωσιακή
- подавно на греческом языке - έτσι, τόσο, όλα τα, όλες τις, όλη την, όλη τη, όλο το
Случайные слова
Подавлять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ουίσκι, κατανικώ, αποπνιχτικός, σβήνω, καταστέλλω, κοντά, καταβάλλω, πνίγω, παρεμποδίζω, πνιγηρός, αποκρύπτω, συντρίβω, κολλητός, στραγγαλίζω, κατακτώ, σκοτσέζος, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει
Переводы: ουίσκι, κατανικώ, αποπνιχτικός, σβήνω, καταστέλλω, κοντά, καταβάλλω, πνίγω, παρεμποδίζω, πνιγηρός, αποκρύπτω, συντρίβω, κολλητός, στραγγαλίζω, κατακτώ, σκοτσέζος, καταστολή, καταστέλλουν, καταστείλει, καταστείλουν, καταστέλλει