Подкреплять на греческом языке
Перевод: подкреплять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δευτερόλεπτο, δεύτερος, ενδυναμώνω, πλάτη, υποστηρίζω, συντηρώ, επιβεβαιώνω, δεύτερον, διαβεβαιώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, υποφέρω, κρατώ, γεννώ, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύουν, ενισχυθεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подкреплять
подкреплять словарь иностранных слов греческий, подкреплять на греческом языке
Переводы
- подкрепить на греческом языке - δευτερόλεπτο, δεύτερος, δεύτερον, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύουν, ...
- подкрепление на греческом языке - εκτόνωση, ενίσχυση, αρωγή, ανάγλυφος, πρόσληψη, ανακούφιση, στρατολόγηση, ...
- подкрепляющий на греческом языке - τροφικός, πεπτικός, ενισχύοντας, ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση, ενίσχυση των
- подкуп на греческом языке - δωροδοκία, λάδωμα, κλειδί, μπολιάζω, μόσχευμα, δεκασμός, λουφές, ...
Случайные слова
Подкреплять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δευτερόλεπτο, δεύτερος, ενδυναμώνω, πλάτη, υποστηρίζω, συντηρώ, επιβεβαιώνω, δεύτερον, διαβεβαιώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, υποφέρω, κρατώ, γεννώ, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύουν, ενισχυθεί
Переводы: δευτερόλεπτο, δεύτερος, ενδυναμώνω, πλάτη, υποστηρίζω, συντηρώ, επιβεβαιώνω, δεύτερον, διαβεβαιώνω, καρδαμώνω, ενισχύω, υποφέρω, κρατώ, γεννώ, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχύουν, ενισχυθεί