Подниматься на греческом языке
Перевод: подниматься, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подниматься
подниматься вверх во сне, подниматься корень, подниматься по лестнице во сне, подниматься перевод, подниматься или подниматься, подниматься словарь иностранных слов греческий, подниматься на греческом языке
Переводы
- поднимание на греческом языке - ανύψωση, άρση, ανύψωσης, άρσης, ανυψώσεως
- поднимать на греческом языке - σπάζω, ανυψώνω, ενοχλώ, ασανσέρ, κουρδίζω, παραβλάπτω, εξογκώνω, ...
- поднимающийся на греческом языке - ημισέληνος, μισοφέγγαρο, αυξανόμενες, αυξανόμενη, αυξάνεται, άνοδο, αυξάνονται
- подновить на греческом языке - ανακαινίζω, ανακαινίσουν, ανακαίνιση, ανακαινίσει, την ανακαίνιση, να ανακαινίσουν
Случайные слова
Подниматься на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Переводы: λέπι, ανεβαίνω, κλίμακας, σκαρφαλώνω, αυξάνομαι, αύξηση, κλιμάκωση, κύμα, αναρριχώμαι, κλίμακα, όρος, προκύπτω, ανατέλλω, βουνό, εκτινάσσω, πυροβολώ, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται