Подорвать на греческом языке
Перевод: подорвать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ξέσπασμα, υποσκάπτω, έκρηξη, εκρήγνυμαι, διάλειμμα, ξεσπώ, αντεπίθεση, σπάζω, διάλλειμα, εξαντλώ, ζουμί, χυμός, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подорвать
подорвать доверие перевод, надорвать спину, подорвать желудок, подорвать доверие, надорвать живот, подорвать словарь иностранных слов греческий, подорвать на греческом языке
Переводы
- подопытный на греческом языке - πειραματικός, δοκιμαστικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
- подорванный на греческом языке - υπονομεύεται, υπονόμευσε, υπονομεύονται, υπονόμευσαν, υπονομευθεί
- подорваться на греческом языке - διανύω, είμαι, βρίσκομαι, φυσητό, καεί, εμφυσημένα, εμφυσάται, ...
- подорожать на греческом языке - πηγαίνω, εκτιμώ, εκτιμήσουν, εκτιμούν, εκτιμήσει, εκτιμήσετε
Случайные слова
Подорвать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ξέσπασμα, υποσκάπτω, έκρηξη, εκρήγνυμαι, διάλειμμα, ξεσπώ, αντεπίθεση, σπάζω, διάλλειμα, εξαντλώ, ζουμί, χυμός, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Переводы: ξέσπασμα, υποσκάπτω, έκρηξη, εκρήγνυμαι, διάλειμμα, ξεσπώ, αντεπίθεση, σπάζω, διάλλειμα, εξαντλώ, ζουμί, χυμός, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο