Подчинить на греческом языке
Перевод: подчинить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
υποτάσσομαι, αιχμαλωτίζω, δεξιοτέχνης, αφέντης, υποβάλλω, αιχμαλωσία, μετρ, εξαναγκάζω, υποτάσσω, κύριος, υφιστάμενος, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: подчинить
подчинить мужчину, подчинить себе человека магия, подчинить мужа, подчинить женщину, подчинить синоним, подчинить словарь иностранных слов греческий, подчинить на греческом языке
Переводы
- подчиненность на греческом языке - υπεξουσιότητα, υποταγή, υποταγής, υπαγωγή, εξάρτησης, υπαγωγής
- подчиненный на греческом языке - θέμα, κατώτερος, αντικείμενο, υποδεέστερος, παρακατιανός, υποκείμενο, υφιστάμενος, ...
- подчиняется на греческом языке - υπακούει, άτομο υπακούει
- подчинять на греческом языке - εξαναγκάζω, δεξιοτέχνης, κάτω, παραδίδομαι, υποτάσσομαι, υφιστάμενος, κύριος, ...
Случайные слова
Подчинить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: υποτάσσομαι, αιχμαλωτίζω, δεξιοτέχνης, αφέντης, υποβάλλω, αιχμαλωσία, μετρ, εξαναγκάζω, υποτάσσω, κύριος, υφιστάμενος, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Переводы: υποτάσσομαι, αιχμαλωτίζω, δεξιοτέχνης, αφέντης, υποβάλλω, αιχμαλωσία, μετρ, εξαναγκάζω, υποτάσσω, κύριος, υφιστάμενος, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως