Покорять на греческом языке

Перевод: покорять, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
περιορίζω, υποβάλλω, υπερνικώ, υποτάσσω, εξαναγκάζω, υποδουλώνω, υποστηρίζω, σκλαβώνω, μειώνω, παραδίδομαι, ελαττώνω, φέρνω, υποτάσσομαι, καταβάλλω, κατακτώ, κατανικώ, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει
Покорять на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: покорять

покорять новые вершины на английском, покорять проверочное слово, покорять вершины, покорять целину, покорять перевод, покорять словарь иностранных слов греческий, покорять на греческом языке

Переводы

  • покорный на греческом языке - παθητικός, ταπεινός, τιθασεύω, πειθήνιος, υπάκουος, υποτακτικός, υποτακτική, ...
  • покоробиться на греческом языке - διαστρεβλώνω, στημόνι, στημονιού, στρέβλωσης, του στημονιού, στήμονες
  • покоряться на греческом языке - αποσύρομαι, παραιτούμαι, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει
  • покос на греческом языке - κούρεμα, θερισμός, κοπτήρων, κούρεμα του γρασιδιού, θερισμού
Случайные слова
Покорять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: περιορίζω, υποβάλλω, υπερνικώ, υποτάσσω, εξαναγκάζω, υποδουλώνω, υποστηρίζω, σκλαβώνω, μειώνω, παραδίδομαι, ελαττώνω, φέρνω, υποτάσσομαι, καταβάλλω, κατακτώ, κατανικώ, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει