Помещение на греческом языке

Перевод: помещение, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
άρθρωση, χώρος, στέγαση, κοινός, κατάστημα, κτήριο, δωμάτιο, τοποθέτηση, καταχώρηση, μέρος, κατάλυμα, κενό, οίκος, οίκημα, κοψίδι, προσθήκη, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια
Помещение на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: помещение

помещение свободного назначения, помещение под автосервис, помещение в аренду, помещение под магазин, помещение это, помещение словарь иностранных слов греческий, помещение на греческом языке

Переводы

  • помещать на греческом языке - εξουσιοδοτούμαι, βάζω, βυθίζω, καταλύω, παραχωρώ, παρέχω, διορίζομαι, ...
  • помещаться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, ανήκω, καταλύω, διανύω, καθίζω, κάθισμα, εντοπίζω, ...
  • помещик на греческом языке - ιπποκόμος, νοικοκύρης, τσιφλικάς, σπιτονοικοκύρης, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτη, εκμισθωτή, ...
  • помещица на греческом языке - σπιτονοικοκυρά, νοικοκυρά, σπιτονοικοκυράς, οικοδέσποινα, η σπιτονοικοκυρά
Случайные слова
Помещение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: άρθρωση, χώρος, στέγαση, κοινός, κατάστημα, κτήριο, δωμάτιο, τοποθέτηση, καταχώρηση, μέρος, κατάλυμα, κενό, οίκος, οίκημα, κοψίδι, προσθήκη, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, τα δωμάτια