Понятливый на греческом языке
Перевод: понятливый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κοφτερός, αιφνίδιος, μυτερός, περιεκτικός, πειθήνιος, ανήσυχος, πλήρης, οξυδερκής, επιτήδειος, κατάλληλος, επιρρεπής, έξυπνος, επιδέξιος, ευκολοδίδακτος, διδάξιμους, teachable, διδάξιμος, διδακτός
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: понятливый
понятливый антоним, понятливый это, понятливый понятный, похотливый значение слова, понятливый человек, понятливый словарь иностранных слов греческий, понятливый на греческом языке
Переводы
- понятийный на греческом языке - εννοιολογική, εννοιολογικό, εννοιολογικής, εννοιολογικές, την εννοιολογική
- понятливость на греческом языке - πειθήνιος, κατανόηση, αγχίνοια, apprehensiveness
- понятно на греческом языке - καθαρά, φυσικά, ξεκάθαρα, Κατάλαβα, μπορώ να το πάρει, θα το πάρει, το πάρω, ...
- понятность на греческом языке - ξέφωτο, εκκαθάριση, νοητό, κατανοήσεως, καταληπτότητα, αντιληπτότητα, καταληπτότητας
Случайные слова
Понятливый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κοφτερός, αιφνίδιος, μυτερός, περιεκτικός, πειθήνιος, ανήσυχος, πλήρης, οξυδερκής, επιτήδειος, κατάλληλος, επιρρεπής, έξυπνος, επιδέξιος, ευκολοδίδακτος, διδάξιμους, teachable, διδάξιμος, διδακτός
Переводы: κοφτερός, αιφνίδιος, μυτερός, περιεκτικός, πειθήνιος, ανήσυχος, πλήρης, οξυδερκής, επιτήδειος, κατάλληλος, επιρρεπής, έξυπνος, επιδέξιος, ευκολοδίδακτος, διδάξιμους, teachable, διδάξιμος, διδακτός