Пополниться на греческом языке
Перевод: пополниться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
βρίσκομαι, αύξηση, είμαι, διανύω, αυξάνω, αναπληρώνονται, αναπληρώνεται, ανανεώνονται, ανανεώνεται, τροφοδοτείται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: пополниться
как пополниться энергией, пополниться словарь иностранных слов греческий, пополниться на греческом языке
Переводы
- пополнение на греческом языке - ενίσχυση, προσχώρηση, ένταξη, άνοδος, απόκτημα, ανανέωση, αναπλήρωση, ...
- пополнить на греческом языке - αναπληρώ, ανεφοδιάζω, top, κορυφή, αρχή, σελίδας, αρχή σελίδας
- пополнять на греческом языке - ολόκληρος, αναπληρώ, περατώνω, ανεφοδιάζω, ολοκληρώνω, αναπληρωθούν, αναπλήρωση, ...
- пополняться на греческом языке - βρίσκομαι, αυξάνω, αύξηση, διανύω, είμαι, αναπληρώνονται, αναπληρώνεται, ...
Случайные слова
Пополниться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: βρίσκομαι, αύξηση, είμαι, διανύω, αυξάνω, αναπληρώνονται, αναπληρώνεται, ανανεώνονται, ανανεώνεται, τροφοδοτείται
Переводы: βρίσκομαι, αύξηση, είμαι, διανύω, αυξάνω, αναπληρώνονται, αναπληρώνεται, ανανεώνονται, ανανεώνεται, τροφοδοτείται