Поправление на греческом языке
Перевод: поправление, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
επαναφορά, αναπαλαίωση, διόρθωση, βελτίωση, ανάρρωση, διόρθωμα, όπως τροποποιήθηκε με την, όπως τροποποιήθηκε από την, όπως τροποποιήθηκε από, όπως τροποποιήθηκε με τον, όπως τροποποιήθηκε με
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: поправление
поправление после курения, поправление волос, поправление после родов, поправление очков, поправление от пива, поправление словарь иностранных слов греческий, поправление на греческом языке
Переводы
- поправиться на греческом языке - σωστός, διορθώνω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
- поправка на греческом языке - επισκευή, πρόσληψη, διόρθωμα, επισκευάζω, διόρθωση, στρατολόγηση, αναβάτης, ...
- поправлять на греческом языке - προσαρμόζω, τροποποιώ, ανακαινίζω, αναπροσαρμόζομαι, αποκαθιστώ, επισκευάζω, ρυθμίζω, ...
- поправляться на греческом языке - αναρρώνω, σωστός, διορθώνω, ανακτώ, επανακτώ, καλύτερα, καλύτερη, ...
Случайные слова
Поправление на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: επαναφορά, αναπαλαίωση, διόρθωση, βελτίωση, ανάρρωση, διόρθωμα, όπως τροποποιήθηκε με την, όπως τροποποιήθηκε από την, όπως τροποποιήθηκε από, όπως τροποποιήθηκε με τον, όπως τροποποιήθηκε με
Переводы: επαναφορά, αναπαλαίωση, διόρθωση, βελτίωση, ανάρρωση, διόρθωμα, όπως τροποποιήθηκε με την, όπως τροποποιήθηκε από την, όπως τροποποιήθηκε από, όπως τροποποιήθηκε με τον, όπως τροποποιήθηκε με