Поселение на греческом языке
Перевод: поселение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κανονίζω, οικισμός, τοποθεσία, παροικία, εξορία, εξορίζω, αποικία, εγκαθίσταμαι, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: поселение
поселение в средней азии, поселение сосенское, поселение московский, поселение рязановское, поселение внуковское, поселение словарь иностранных слов греческий, поселение на греческом языке
Переводы
- поседеть на греческом языке - πηγαίνω, γκριζάρουν, γίνεται γκρι, ασπρίζεις, κάνει τα γκρίζα, γίνονται γκρι
- поселенец на греческом языке - εξορία, εξορίζω, οικιστής, άποικος, οικιστή, εποίκων, των εποίκων
- поселить на греческом языке - κάθισμα, εγκαθίσταμαι, καθίζω, εντοπίζω, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, ...
- поселиться на греческом языке - κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Случайные слова
Поселение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κανονίζω, οικισμός, τοποθεσία, παροικία, εξορία, εξορίζω, αποικία, εγκαθίσταμαι, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Переводы: κανονίζω, οικισμός, τοποθεσία, παροικία, εξορία, εξορίζω, αποικία, εγκαθίσταμαι, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό