Поселяться на греческом языке
Перевод: поселяться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: поселяться
поселяться словарь иностранных слов греческий, поселяться на греческом языке
Переводы
- поселок на греческом языке - κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
- поселять на греческом языке - φυτό, κανονίζω, φυτεύω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, κάθισμα, καθίζω, ...
- посетитель на греческом языке - φιλοξενούμενος, επισκέπτης, τραπεζοκόμος, πελάτης, μουστερής, καλεσμένος, επισκέπτη, ...
- посетительница на греческом языке - επισκέπτης, επισκέπτη, επισκεπτών, επισκέπτες
Случайные слова
Поселяться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Переводы: εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση