Поспешный на греческом языке
Перевод: поспешный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
απλοϊκός, γοργός, πρόωρος, εξάνθημα, γρήγορος, αιφνίδιος, παράτολμος, ξαφνικός, ωθώ, εσπευσμένος, βιαστικός, υποκινώ, απερίσκεπτος, εύκολος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: поспешный
поспешный суд читать, поспешный брак дороти шелдон, поспешный брак, поспешный перевод, поспешный это, поспешный словарь иностранных слов греческий, поспешный на греческом языке
Переводы
- поспешно на греческом языке - βιάζομαι, σπεύδω, βιασύνη, δοκάρι, επισπεύδω, πόστο, φόρα, ...
- поспешность на греческом языке - βιάζομαι, τρέχω, ορμή, σπεύδω, εκστρατεία, βιασύνη, σπουδή, ...
- поспорить на греческом языке - διεκδικώ, διαφωνία, διένεξη, στοίχημα, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, ...
- посрамить на греческом языке - δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
Случайные слова
Поспешный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: απλοϊκός, γοργός, πρόωρος, εξάνθημα, γρήγορος, αιφνίδιος, παράτολμος, ξαφνικός, ωθώ, εσπευσμένος, βιαστικός, υποκινώ, απερίσκεπτος, εύκολος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά
Переводы: απλοϊκός, γοργός, πρόωρος, εξάνθημα, γρήγορος, αιφνίδιος, παράτολμος, ξαφνικός, ωθώ, εσπευσμένος, βιαστικός, υποκινώ, απερίσκεπτος, εύκολος, βιαστική, εσπευσμένη, βιαστικές, βιαστικά