Постановление на греческом языке
Перевод: постановление, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γνώμη, παραγγέλλω, ψήφος, βραβείο, κατακυρώνω, θεσπίζω, αποφασίζω, ψηφίζω, απονέμω, κανόνας, άποψη, γνωμάτευση, ιθύνω, διάταγμα, θέσπισμα, απόφαση, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: постановление
постановление 1137, постановление 87, постановление о возбуждении уголовного дела, постановление правительства 87, постановление 861, постановление словарь иностранных слов греческий, постановление на греческом языке
Переводы
- постановить на греческом языке - θέσπισμα, αποφασίζω, θεσπίζω, διάταγμα, Αποφασίστε, αποφασίσει, να αποφασίσει, ...
- постановка на греческом языке - παραγωγή, τοποθετώ, κατεύθυνση, περιβάλλον, τοποθεσία, θέση, παραγωγής, ...
- постановлять на греческом языке - αποφασίζω, διάταγμα, λύνω, θέσπισμα, διευθετώ, θεσπίζω, διατάγματος, ...
- постановляющий на греческом языке - διατακτικό, ενσωμάτωση στο διατακτικό, θεσπίζουσες, δημοσίευση σ, πράξεις εφαρμογής
Случайные слова
Постановление на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γνώμη, παραγγέλλω, ψήφος, βραβείο, κατακυρώνω, θεσπίζω, αποφασίζω, ψηφίζω, απονέμω, κανόνας, άποψη, γνωμάτευση, ιθύνω, διάταγμα, θέσπισμα, απόφαση, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του
Переводы: γνώμη, παραγγέλλω, ψήφος, βραβείο, κατακυρώνω, θεσπίζω, αποφασίζω, ψηφίζω, απονέμω, κανόνας, άποψη, γνωμάτευση, ιθύνω, διάταγμα, θέσπισμα, απόφαση, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ψήφισμά, ψήφισμα του