Посёлок на греческом языке
Перевод: посёлок, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Другие языки
Родственные слова: посёлок
поселок солнечный, поселок княжий челябинск, поселок у алтайцев, поселок северный, поселок октябрьский, посёлок словарь иностранных слов греческий, посёлок на греческом языке
Переводы
- поселить на греческом языке - κάθισμα, εγκαθίσταμαι, καθίζω, εντοπίζω, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, ...
- поселиться на греческом языке - κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
- поселять на греческом языке - φυτό, κανονίζω, φυτεύω, εγκαθίσταμαι, εργοστάσιο, κάθισμα, καθίζω, ...
- поселяться на греческом языке - εγκαθίσταμαι, κανονίζω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Случайные слова
Посёлок на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
Переводы: κοινότητα, χωριό, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό