Править на греческом языке
Перевод: править, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κανόνας, αντεπεξέρχομαι, κυβερνώ, αποφασίζω, σκηνοθετώ, διέπω, διορθώνω, διευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, βασιλεύω, ιθύνω, σωστός, καταφέρνω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: править
править смс мегафон, править pdf, парсить это, править теги mp3, отправить смс, править словарь иностранных слов греческий, править на греческом языке
Переводы
- правительственный на греческом языке - υπουργικός, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, κυβερνητικές
- правительство на греческом языке - δίαιτα, χορήγηση, διοικητικός, πολίτευμα, διοίκηση, καθεστώς, κυβέρνηση, ...
- правка на греческом языке - διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- правление на греческом языке - σύνταγμα, διοικητικός, ταλαντεύομαι, πείθω, επιβιβάζομαι, αυλή, λικνίζομαι, ...
Случайные слова
Править на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κανόνας, αντεπεξέρχομαι, κυβερνώ, αποφασίζω, σκηνοθετώ, διέπω, διορθώνω, διευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, βασιλεύω, ιθύνω, σωστός, καταφέρνω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Переводы: κανόνας, αντεπεξέρχομαι, κυβερνώ, αποφασίζω, σκηνοθετώ, διέπω, διορθώνω, διευθύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, βασιλεύω, ιθύνω, σωστός, καταφέρνω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα