Предвосхитить на греческом языке
Перевод: предвосхитить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προλαμβάνω, φαντάζομαι, προνοώ, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προβλέπω, καθορίζω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: предвосхитить
предвосхитить события, предвосхитить этимология, предвосхитить толковый словарь, предвосхитить значение, предвосхитить ожидания, предвосхитить словарь иностранных слов греческий, предвосхитить на греческом языке
Переводы
- предводительство на греческом языке - ηγεμονία, ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
- предвоенный на греческом языке - προπολεμικός, προπολεμικά, προπολεμική, προπολεμικό, προπολεμικής
- предвосхищать на греческом языке - καθορίζω, προκαταλαμβάνω, παρέχω, προβλέπω, προνοώ, προχρονολογούμαι, προλαμβάνω, ...
- предвосхищение на греческом языке - αναμονή, προσδοκία, πρόβλεψη, προνοητικότητα, πρόρρηση, ενόψει, πρόβλεψης
Случайные слова
Предвосхитить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προλαμβάνω, φαντάζομαι, προνοώ, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προβλέπω, καθορίζω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
Переводы: προλαμβάνω, φαντάζομαι, προνοώ, παρέχω, προκαταλαμβάνω, προχρονολογούμαι, προβλέπω, καθορίζω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει