Предписать на греческом языке
Перевод: предписать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προσταγή, παραγγελία, προστάζω, προβλέπω, διατάσσω, ορίζω, λέω, αφηγούμαι, διάταγμα, εντολή, ξεχωρίζω, θεσπίζω, διηγούμαι, διατάζω, παραγγέλλω, θέσπισμα, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: предписать
предписать словарь, предписывать синонимы, предписать значение, предписать словарь иностранных слов греческий, предписать на греческом языке
Переводы
- предписание на греческом языке - υπαγορεύω, θέσπισμα, θεσπίζω, ορθογραφία, διάταγμα, κανονισμός, ένταλμα, ...
- предписанный на греческом языке - τοποθετώ, καθορισμένος, συνταγογραφείται, προβλέπεται, συνταγογραφηθεί, προδιαγράφεται, προβλέπονται
- предписывание на греческом языке - παραγραφή, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
- предписывать на греческом языке - προστάζω, υπαγορεύω, θέσπισμα, χειροτονώ, παραγγέλλω, θεσπίζω, διατάζω, ...
Случайные слова
Предписать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προσταγή, παραγγελία, προστάζω, προβλέπω, διατάσσω, ορίζω, λέω, αφηγούμαι, διάταγμα, εντολή, ξεχωρίζω, θεσπίζω, διηγούμαι, διατάζω, παραγγέλλω, θέσπισμα, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν
Переводы: προσταγή, παραγγελία, προστάζω, προβλέπω, διατάσσω, ορίζω, λέω, αφηγούμαι, διάταγμα, εντολή, ξεχωρίζω, θεσπίζω, διηγούμαι, διατάζω, παραγγέλλω, θέσπισμα, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν