Предрешить на греческом языке
Перевод: предрешить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: предрешить
предрешить викисловарь, предрешить словарь иностранных слов греческий, предрешить на греческом языке
Переводы
- предречь на греческом языке - προλεχθείς, προειπωθεί, προείπε, προλεχθεί, προείπει
- предрешать на греческом языке - αποφασίζω, αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείουν, αποκλείσει τους, αποκλεισμού
- предродовой на греческом языке - προγεννητική, προγεννητικό, προγεννητικής, προγεννητικές, προγεννητικού
- председатель на греческом языке - κεφάλι, έδρα, ηγούμαι, πρόεδρος, φυλάξου, καρέκλα, πρόεδρο, ...
Случайные слова
Предрешить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Переводы: προκαλώ, αιτία, προξενώ, σκοπός, αποφασίζω, προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται