Прекращать на греческом языке
Перевод: прекращать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αναστέλλω, παρατάω, τέλος, κοπάζω, κόβω, μειώνω, παύω, αντεπίθεση, αποφασίζω, παραιτούμαι, κόψιμο, σπάζω, διάλλειμα, κρεμώ, τελειώνω, διάλειμμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: прекращать
прекращать работу проверочное слово, прекращать перевод, прекращать проверочное слово, прекращать викисловарь, прекращать кормление грудью, прекращать словарь иностранных слов греческий, прекращать на греческом языке
Переводы
- прекратить на греческом языке - κοπάζω, αναστέλλω, κρεμώ, παύω, μειώνω, τερματίσει, να τερματίσει, ...
- прекратиться на греческом языке - παύω, τελειώνω, τέλος, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, ...
- прекращаться на греческом языке - τέλος, τελειώνω, παύω, κατάπαυση, παύουν, κατάπαυση του, κατάπαυσης του, ...
- прекращение на греческом языке - ανακωχή, κλείσιμο, κόψιμο, αναστολή, εκεχειρία, αναβολή, αφανισμός, ...
Случайные слова
Прекращать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αναστέλλω, παρατάω, τέλος, κοπάζω, κόβω, μειώνω, παύω, αντεπίθεση, αποφασίζω, παραιτούμαι, κόψιμο, σπάζω, διάλλειμα, κρεμώ, τελειώνω, διάλειμμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Переводы: αναστέλλω, παρατάω, τέλος, κοπάζω, κόβω, μειώνω, παύω, αντεπίθεση, αποφασίζω, παραιτούμαι, κόψιμο, σπάζω, διάλλειμα, κρεμώ, τελειώνω, διάλειμμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει