Преодолевать на греческом языке
Перевод: преодолевать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σιωπή, νικημένος, υπερβαίνω, καταβάλλω, σωπαίνω, κατανικώ, διαπραγματεύομαι, σιγή, κάνω, κατακτώ, υπερνικώ, ξεπερνώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: преодолевать
преодолевать несчастья и неудачи, преодолевать синоним, преодолевать или преодолевать, преодолевать преобразование преинтересный, преодолевать викисловарь, преодолевать словарь иностранных слов греческий, преодолевать на греческом языке
Переводы
- преобразовывать на греческом языке - παραλλάζω, μεταρρύθμιση, παραλλαγή, μεταβάλλω, μειώνω, αλλάζω, ελαττώνω, ...
- преобразующий на греческом языке - μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, μεταρρυθμιστική, μεταρρυθμιστικό, αναμορφωτικό
- преодоление на греческом языке - διαπραγμάτευση, ξεπερνώντας, υπέρβαση, υπερνίκηση, την υπέρβαση, την αντιμετώπιση
- преодолеть на греческом языке - ξεπερνώ, υπερνικώ, νικημένος, κατανικώ, καταβάλλω, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ...
Случайные слова
Преодолевать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σιωπή, νικημένος, υπερβαίνω, καταβάλλω, σωπαίνω, κατανικώ, διαπραγματεύομαι, σιγή, κάνω, κατακτώ, υπερνικώ, ξεπερνώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Переводы: σιωπή, νικημένος, υπερβαίνω, καταβάλλω, σωπαίνω, κατανικώ, διαπραγματεύομαι, σιγή, κάνω, κατακτώ, υπερνικώ, ξεπερνώ, ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει