Пресекать на греческом языке
Перевод: пресекать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κρεμώ, κράσπεδο, χαλιναγωγώ, παύω, καταστέλλω, αποκρύπτω, καταπνίγω, μειώνω, κοπάζω, αναστέλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: пресекать
пресекать перевод на украинский, пресекать это, пресекать или пресекать, пресекать значение, пресекать на корню, пресекать словарь иностранных слов греческий, пресекать на греческом языке
Переводы
- пресвитерианин на греческом языке - πρεσβυτεριανός, presbyterian, Πρεσβυτεριανή, Πρεσβυτεριανό, Πρεσβυτεριανής
- пресвитерия на греческом языке - πρεσβυτέριο, πρεσβυτερίου, ιερό, Πρεσβυτέρων
- пресекаться на греческом языке - αντεπίθεση, διάλλειμα, παύω, διάλειμμα, σπάζω, σταμάτησε, σταμάτησαν, ...
- пресечение на греческом языке - εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, ...
Случайные слова
Пресекать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κρεμώ, κράσπεδο, χαλιναγωγώ, παύω, καταστέλλω, αποκρύπτω, καταπνίγω, μειώνω, κοπάζω, αναστέλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Переводы: κρεμώ, κράσπεδο, χαλιναγωγώ, παύω, καταστέλλω, αποκρύπτω, καταπνίγω, μειώνω, κοπάζω, αναστέλλω, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει