Пресечение на греческом языке
Перевод: пресечение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, μείωση, εκκρεμότητα, αναστολή, αναβολή, καταστολή, αφανισμός, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: пресечение
пресечение недобросовестной конкуренции, пресечение правонарушений, пресечение преступлений это, пресечение династии рюриковичей кратко, пресечение действий с огнестрельным оружием, пресечение словарь иностранных слов греческий, пресечение на греческом языке
Переводы
- пресекать на греческом языке - κρεμώ, κράσπεδο, χαλιναγωγώ, παύω, καταστέλλω, αποκρύπτω, καταπνίγω, ...
- пресекаться на греческом языке - αντεπίθεση, διάλλειμα, παύω, διάλειμμα, σπάζω, σταμάτησε, σταμάτησαν, ...
- пресечь на греческом языке - αναστέλλω, κοπάζω, μειώνω, τσιμπώ, κρεμώ, παύω, τσίμπημα, ...
- пресечься на греческом языке - αντεπίθεση, σπάζω, διάλειμμα, διάλλειμα, τσίμπημα, διάκενο, συλλήψεως, ...
Случайные слова
Пресечение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, μείωση, εκκρεμότητα, αναστολή, αναβολή, καταστολή, αφανισμός, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή
Переводы: εναιώρημα, εξαφάνιση, ανακοπή, ανάρτηση, ελάττωση, απόκρυψη, κλείσιμο, μείωση, εκκρεμότητα, αναστολή, αναβολή, καταστολή, αφανισμός, κατάπνιξη, καταστολής, την καταστολή, η καταστολή