Прибавка на греческом языке

Перевод: прибавка, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανατέλλω, ένταξη, συμπλήρωμα, ορθώνομαι, υψώνω, ανάπτυξη, αύξηση, προσχώρηση, απόκτημα, συμπληρώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, προσαύξηση, πρόσφυση, όγκος, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Прибавка на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: прибавка

прибавка к пенсии после 80 лет, прибавка в весе при беременности, прибавка пенсии с апреля 2014, прибавка веса новорожденного, прибавка крючком, прибавка словарь иностранных слов греческий, прибавка на греческом языке

Переводы

  • прибавить на греческом языке - συμπλήρωμα, αυξάνω, αύξηση, επισυνάπτω, προσθέτω, εσωκλείω, συνδέω, ...
  • прибавиться на греческом языке - ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, αυξάνω, διανύω, είμαι, ορθώνομαι, ...
  • прибавление на греческом языке - αυξάνομαι, συμπληρώνω, σηκώνω, περίφραξη, αναστηλώνω, χρήση, απόκτημα, ...
  • прибавлять на греческом языке - βάζω, προσθέτω, επισυνάπτω, εσωκλείω, συμπλήρωμα, τοποθετώ, περικλείω, ...
Случайные слова
Прибавка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανατέλλω, ένταξη, συμπλήρωμα, ορθώνομαι, υψώνω, ανάπτυξη, αύξηση, προσχώρηση, απόκτημα, συμπληρώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, σηκώνω, προσαύξηση, πρόσφυση, όγκος, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει