Приговорить на греческом языке
Перевод: приговорить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
προσφέρω, αποφαίνομαι, επιδικάζω, χορηγώ, βραβείο, δικάζω, απονέμω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, πρόταση, φράση, περίοδος, ποινή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приговорить
приговорить оракул к смерти, приговорить синонимы, приворожить парня, приговорить или приговорить, приговорить словарь иностранных слов греческий, приговорить на греческом языке
Переводы
- приговор на греческом языке - πρόταση, κανόνας, αποφασιστικότητα, καταδίκη, ειμαρμένη, ιθύνω, άποψη, ...
- приговоренный на греческом языке - καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί
- пригодиться на греческом языке - έρχομαι, να έρθει σε πρακτικό, έρθει σε πρακτικό, έρθει σε βολικό, έρχονται σε πρακτικό, να έρθει σε βολικό
- пригодность на греческом языке - κλίση, άνεση, προτέρημα, καταλληλότητα, ταλέντο, ικανότητα, πρόκριση, ...
Случайные слова
Приговорить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: προσφέρω, αποφαίνομαι, επιδικάζω, χορηγώ, βραβείο, δικάζω, απονέμω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, πρόταση, φράση, περίοδος, ποινή
Переводы: προσφέρω, αποφαίνομαι, επιδικάζω, χορηγώ, βραβείο, δικάζω, απονέμω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, πρόταση, φράση, περίοδος, ποινή