Прилагать на греческом языке
Перевод: прилагать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: прилагать
прилагать или прикладывать, прилагать аттестат, прилагать усилия перевод, приложить синоним, прилагать усилия, прилагать словарь иностранных слов греческий, прилагать на греческом языке
Переводы
- прилагает на греческом языке - μάρκες, σημάτων, οι μάρκες, κατασκευαστών, τις μάρκες
- прилагательное на греческом языке - επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- приладить на греческом языке - βάζω, τοποθετώ, priladit
- прилаживание на греческом языке - πρόσφορος, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
Случайные слова
Прилагать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
Переводы: πασχίζω, επισυνάπτω, περικλείω, συνδέω, αιτούμαι, προσπαθώ, εσωκλείω, αυξάνω, συμπλήρωμα, εφαρμόζω, βάζω, ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν