Приливать на греческом языке
Перевод: приливать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αναπηδώ, χώνω, άνοιξη, εκτινάσσομαι, να κύμα, να αυξάνονται, της κίνησης του υγρού, ραγδαία αύξηση, κίνησης του υγρού
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приливать
приливать кислоту в воду, почему нельзя приливать, приливать словарь иностранных слов греческий, приливать на греческом языке
Переводы
- прилечь на греческом языке - γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, άπαχος, καναπές, ψεύδομαι, ντιβάνι, ...
- прилив на греческом языке - πλημμυρίζω, κύμα, τρέχω, κατακλύζω, ξεχύνομαι, πλημμύρες, κοκκινίζω, ...
- приливающий на греческом языке - εύπορος, παραπόταμος, εύπορες, εύποροι, εύπορους, εύπορη
- приливный на греческом языке - παλίρροιας, παλιρροϊκό, παλιρροϊκή, παλιρροιακή, παλιρροιακό
Случайные слова
Приливать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αναπηδώ, χώνω, άνοιξη, εκτινάσσομαι, να κύμα, να αυξάνονται, της κίνησης του υγρού, ραγδαία αύξηση, κίνησης του υγρού
Переводы: αναπηδώ, χώνω, άνοιξη, εκτινάσσομαι, να κύμα, να αυξάνονται, της κίνησης του υγρού, ραγδαία αύξηση, κίνησης του υγρού