Примять на греческом языке
Перевод: примять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: примять
припять вики, как примять пуховик, припять город, припять фото, примять траву, примять словарь иностранных слов греческий, примять на греческом языке
Переводы
- примыкать на греческом языке - συνδέω, συνορεύω, κρίκος, υποστηρίζω, αποδέχομαι, εφάπτομαι, ενισχύω, ...
- примыкающий на греческом языке - προσκείμενος, κοντινός, παρακείμενος, διπλανός, εφαπτόμενα, εφαπτόμενες, εφάπτεται, ...
- принадлежать на греческом языке - ανήκω, σχετίζομαι, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
- принадлежащий на греческом языке - ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα
Случайные слова
Примять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει
Переводы: στρώνω, συνθλίβω, κοσμικός, ισοπεδώνω, ξαπλώνω, συνωστισμός, ζουλώ, ισιώνω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, ποδοπατούν, ποδοπατήσουν, ποδοπατήσει