Приписывать на греческом языке
Перевод: приписывать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διαπιστεύω, παραπέμπω, προσθέτω, κατηγορώ, συνδέω, κοσμικός, στρώνω, επιρρίπτω, εξουσιοδοτώ, επισυνάπτω, ισχυρίζομαι, αναθέτω, ιδιότητα, διορίζω, ξαπλώνω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приписывать
приписывать перевод, приписывать синоним, приписывать своим врагам то в чем они, приписывать значение слова, когда прописывать ребенка, приписывать словарь иностранных слов греческий, приписывать на греческом языке
Переводы
- приписываемый на греческом языке - ανιχνεύσιμος, ανιχνεύσιμα, ανιχνεύσιμη, ανιχνεύσιμες, ιχνηλασιμότητα
- приписывание на греческом языке - παραγραφή, κατανομή, απόδοση, απόδοσης, ανάθεση, καταλογισμό
- приплата на греческом языке - πάνω, πλεόνασμα, τελείωσε, περίσσευμα, προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, ...
- приплестись на греческом языке - τρικλίζω, priplesti
Случайные слова
Приписывать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διαπιστεύω, παραπέμπω, προσθέτω, κατηγορώ, συνδέω, κοσμικός, στρώνω, επιρρίπτω, εξουσιοδοτώ, επισυνάπτω, ισχυρίζομαι, αναθέτω, ιδιότητα, διορίζω, ξαπλώνω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Переводы: διαπιστεύω, παραπέμπω, προσθέτω, κατηγορώ, συνδέω, κοσμικός, στρώνω, επιρρίπτω, εξουσιοδοτώ, επισυνάπτω, ισχυρίζομαι, αναθέτω, ιδιότητα, διορίζω, ξαπλώνω, αποδίδω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα