Приползать на греческом языке
Перевод: приползать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приползать
приползать словарь иностранных слов греческий, приползать на греческом языке
Переводы
- приподняться на греческом языке - ανατρέφω, ανατέλλω, κλίμακας, αναρριχώμαι, αύξηση, βουνό, αναστηλώνω, ...
- припой на греческом языке - κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
- приползти на греческом языке - κόλακας, σέρνομαι, έρπω, ανίχνευσης, crawl, ανίχνευση, ανιχνεύσουμε
- припоминание на греческом языке - ανάμνηση, αναμνηστικό, ανάμνησης, τις αναμνήσεις, ιστορικού ασθενείας
Случайные слова
Приползать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός
Переводы: σέρνομαι, έρπω, μπουσουλάω, κόλακας, σύρομαι, σύρσιμο, διογκώσουν, διογκώσουν το, να διογκώσουν, συρθεί επάνω, ερπυσμός