Присваивать на греческом языке
Перевод: присваивать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
διορίζω, κατάλληλος, σφετερίζομαι, κοσμικός, καταχρώμαι, οικειοποιούμαι, αναθέτω, ξαπλώνω, προσφέρω, συσκέπτομαι, αρπάζω, αποδίδω, τσέπη, χορηγώ, υπεξαιρώ, στρώνω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: присваивать
присваивать словарь, присваивать по английски, присваивать викисловарь, присваивать синоним, присваивать себе, присваивать словарь иностранных слов греческий, присваивать на греческом языке
Переводы
- присасывать на греческом языке - τράβηγμα, τραβώ, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά
- присасываться на греческом языке - εμμένω, κολλώ, προσκολλώμαι, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, ...
- присвистывать на греческом языке - σφυρίχτρα, σφύριγμα, σφυρίζω, διαιτητής, τέλειωσε, σφυρίκτρα
- присвоение на греческом языке - κατάχρηση, υπόθεση, σφετερισμός, επωνυμία, αρπάζω, τίτλος, εκχώρηση, ...
Случайные слова
Присваивать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: διορίζω, κατάλληλος, σφετερίζομαι, κοσμικός, καταχρώμαι, οικειοποιούμαι, αναθέτω, ξαπλώνω, προσφέρω, συσκέπτομαι, αρπάζω, αποδίδω, τσέπη, χορηγώ, υπεξαιρώ, στρώνω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Переводы: διορίζω, κατάλληλος, σφετερίζομαι, κοσμικός, καταχρώμαι, οικειοποιούμαι, αναθέτω, ξαπλώνω, προσφέρω, συσκέπτομαι, αρπάζω, αποδίδω, τσέπη, χορηγώ, υπεξαιρώ, στρώνω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε