Приспособление на греческом языке
Перевод: приспособление, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: приспособление
приспособление слесаря, приспособление для нарезки сегментных шпонок, приспособление для подъема тяжестей, приспособление улучшающее микроклимат, приспособление птиц к полету, приспособление словарь иностранных слов греческий, приспособление на греческом языке
Переводы
- приспособиться на греческом языке - προσαρμόζω, διασκευάζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
- приспособленец на греческом языке - χλοοτάπητα, χορτοκοπτικού, ψαλίδι, χορτοκοπτικό, trimmer
- приспособленность на греческом языке - καταλληλότητα, ικανότητα, γυμναστήριο, γυμναστικής, fitness, φυσικής κατάστασης
- приспособленный на греческом языке - εφαρμοστός, έθιμο, εντοιχισμένος, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, ...
Случайные слова
Приспособление на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
Переводы: εργαλείο, συνάντηση, άνεση, διακανονισμός, τέχνασμα, διευθέτηση, στέγαση, κατάλυμα, ρύθμιση, μηχάνημα, διασκευή, προσαρμογή, ετοιμασία, συσκευή, τακτοποίηση, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή