Присуждать на греческом языке
Перевод: присуждать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, προσφέρω, συσκέπτομαι, καταδικάζω, χορηγώ, επιδικάζω, δικάζω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: присуждать
присуждать синоним, присуждать перевод, присуждать квалификацию, присуждать викисловарь, присуждать словарь иностранных слов греческий, присуждать на греческом языке
Переводы
- присудить на греческом языке - χορηγώ, αποφαίνομαι, βραβείο, προσφέρω, συσκέπτομαι, κατακυρώνω, απονέμω, ...
- присуждает на греческом языке - βραβεία, Choice Τα, βραβείων, τα βραβεία, διακρίσεις
- присуждение на греческом языке - βραβείο, απονέμω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
- присутствие на греческом языке - παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
Случайные слова
Присуждать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, προσφέρω, συσκέπτομαι, καταδικάζω, χορηγώ, επιδικάζω, δικάζω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
Переводы: αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, προσφέρω, συσκέπτομαι, καταδικάζω, χορηγώ, επιδικάζω, δικάζω, κατακυρώνω, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής