Причислять на греческом языке
Перевод: причислять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σκοράρω, εικοσαριά, περιλαμβάνω, προσθέτω, σκορ, συμπεριλαμβάνω, εξομοίωση, χαρακτηρίστηκε, οποία χαρακτηρίστηκε, την οποία χαρακτηρίστηκε
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: причислять
причислять к лику святых, причислять синоним, причислять причина преломление, перечислять синоним, причислять синонимы, причислять словарь иностранных слов греческий, причислять на греческом языке
Переводы
- причинный на греческом языке - αιτιώδης συνάφεια, αιτιολογικός, συνάφεια, αιτιώδης, αιτιώδη
- причинять на греческом языке - μοιράζω, αγορά, αιτία, σκοπός, προκαλώ, κάνω, φέρνω, ...
- причитание на греческом языке - στριγγλίζω, θρήνος, θρήνο, θρήνου, οδυρμός, θρήνον
- причитать на греческом языке - μουγκρίζω, κραυγή, στριγγλίζω, φωνάζω, μουγκρητό, κραυγάζω, στριγκλίζω, ...
Случайные слова
Причислять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σκοράρω, εικοσαριά, περιλαμβάνω, προσθέτω, σκορ, συμπεριλαμβάνω, εξομοίωση, χαρακτηρίστηκε, οποία χαρακτηρίστηκε, την οποία χαρακτηρίστηκε
Переводы: σκοράρω, εικοσαριά, περιλαμβάνω, προσθέτω, σκορ, συμπεριλαμβάνω, εξομοίωση, χαρακτηρίστηκε, οποία χαρακτηρίστηκε, την οποία χαρακτηρίστηκε