Продувной на греческом языке
Перевод: продувной, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
μουσίτσα, μυτερός, πονηρός, αιφνίδιος, κοφτερός, ύπουλος, πανούργος, οξυδερκής, χνουδωτός, περονόσπορος, downy, ο περονόσπορος, περονόσπορο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: продувной
продувной пройдоха, продувочный пистолет, продувной человек, продувной мальчишка, что значит продувной, продувной словарь иностранных слов греческий, продувной на греческом языке
Переводы
- продувать на греческом языке - καθαρίζω, φυσώ, χτύπημα, καθαρός, εκκενώνω, πλήγμα, εμφύσησης, ...
- продувка на греческом языке - απέλαση, χτύπημα, εκκενώνω, φυσώ, αποβολή, πλήγμα, εμφύσησης, ...
- продукт на греческом языке - παραγωγή, αγαθό, όγκος, προϊόν, εμπόρευμα, ανάπτυξη, προϊόντος, ...
- продуктивность на греческом языке - παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, παράσταση, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, ...
Случайные слова
Продувной на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: μουσίτσα, μυτερός, πονηρός, αιφνίδιος, κοφτερός, ύπουλος, πανούργος, οξυδερκής, χνουδωτός, περονόσπορος, downy, ο περονόσπορος, περονόσπορο
Переводы: μουσίτσα, μυτερός, πονηρός, αιφνίδιος, κοφτερός, ύπουλος, πανούργος, οξυδερκής, χνουδωτός, περονόσπορος, downy, ο περονόσπορος, περονόσπορο